
Στον απόηχο της επίσκεψης της καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα, με ωριμότητα και χωρίς επικοινωνιακούς χειρισμούς, είναι σκόπιμο να γίνει μια προσέγγιση για την κρισιμότητα της χώρας μας, πέρα και έξω από την ψήφιση των μέτρων για την εκταμίευση της δόσης. Η χώρα μας βρίσκεται στο break even point των προσπαθειών της, της αντοχής της κοινωνίας, του πολιτικού συστήματος, του τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων, αλλά και των δανειστών της. Κανείς δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να πει ότι στη σημερινή συγκυρία ένα «βήμα πίσω» θα κοστίσει λιγότερο από ένα «βήμα μπροστά». Διότι και οι δύο κινήσεις είναι υψηλού κόστους. Πολιτικού, ηθικού, και κοινωνικού.
Η ελληνική κυβέρνηση και τα κόμματα, στην προσπάθεια άμβλυνσης των επιπτώσεων των οικονομικών μέτρων του νέου πακέτου, έχουν συνδυάσει τη διαπραγμάτευση με ένα κύριο ζήτημα. Αυτό της επιμήκυνσης και μάλιστα σε συνδυασμό με εμπροσθοβαρή μέτρα. Η επιμήκυνση, όμως, και μάλιστα η πολυετής, από μόνη της μπορεί να απομακρύνει το στόχο των ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να διογκώσει το κόστος προσαρμογής και, πιθανόν, να καθυστερήσει την επάνοδο της χώρας στις αγορές. Ενώ αφήνει ανοιχτό το ερώτημα: Ποιος πληρώνει την επιμήκυνση;
Η συμμετοχή της ΕΚΤ, όπως αυτή σταδιακά θα προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του ευρωπαϊκού συντάγματος, και η άμεση μείωση των επιτοκίων των δανείων εκείνων που προκύπτουν από το μνημόνιο, είναι σκόπιμο να είναι στην κορυφή της ατζέντας των εθνικών διαπραγματεύσεων για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, παρά τις σημερινές «αντιρρήσεις» και αιτιολογήσεις των υπευθύνων της ΕΚΤ.
Οι διαπραγματεύσεις και οι αποφάσεις για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, η δημιουργία ενός ορθολογικού και εξισορροπημένου εθνικού προϋπολογισμού για τα επόμενα χρόνια, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μονομερώς ως η εφαρμογή μιας δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά και ως απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής του εθνικού προϋπολογισμού στην ανάπτυξη
Αφήστε μια απάντηση