
Μια κινηματογραφική λέσχη στη Μακρακώμη του ΄60
Γράφει ο Μνήμων
Αν θυμούνται καλά αυτοί που μου τα αφηγήθηκαν, ο κινηματογράφος στη Μακρακώμη πρωτοεμφανίσθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40, με τη μορφή ταινιών (προφανώς προπαγανδιστικού χαρακτήρα) που προέβαλλε η αμερικάνικη αποστολή, το μεν καλοκαίρι στην πλατεία, τον δε χειμώνα στο τότε κατάστημα Ριζάκη (που σήμερα στεγάζει το κατάστημα της Χρυσάνθης)
Ξαναεμφανίσθηκε ο κινηματογράφος στη Μακρακώμη τη δεκαετία του ’50. Μεταξύ 1955 και 1960, την πρόσβαση των Μακρακωμιτών στην Έβδομη Τέχνη εξασφάλισαν δύο περιοδεύοντες κινηματογραφιστές από τη Λαμία, ο Αλέκος Κάϊλας, αρχικά, και ο Άγγελος Χολέβας, στη συνέχεια.
Ήταν τότε, περί το 1959, που στο μυαλό του Τάκου Ριζάκη, ήρθε η ιδέα δημιουργίας ενός κινηματογράφου στη Μακρακώμη, πού αλλού, στο μαγαζί του, όπου άλλωστε γίνονταν πριν δέκα χρόνια οι προβολές της αμερικάνικης αποστολής. Την ιδέα αυτή δεν θέλησε να την προχωρήσει ο Τάκος, άρεσε όμως στον Αντώνη Παπανικολάου που αποφάσισε να την υλοποιήσει ο ίδιος, μαζί με τον εξάδελφό του Κώστα Παπανικολάου – τον «Κωστάκη», όπως όλοι τον γνωρίσαμε, τον αποκαλούσαμε και τον θυμόμαστε.
Ανήσυχο., από τότε, επιχειρηματικό μυαλό ο Κωστάκης Παπανικολάου, δεν χάνει λεπτό. Φεύγει αμέσως για την Αθήνα και επιστρέφει με την κινηματογραφική μηχανή, μια καταπληκτική CINEMECANICATORINO, με «καρβουνάκια» που έδιναν ένα λαμπρό φως στην εικόνα, σε αντίθεση τις κλασικές «λάμπες» των μέχρι τότε άλλων μηχανών προβολής. Μετεκλήθη δε από την Αθήνα και ένας μηχανικός, ονόματι Πλιός (πατέρας του ηθοποιού Βαγγέλη Πλιού), για να εκπαιδεύσει τους Αντώνη και Γιώργο Παπανικολάου στο χειρισμό της μηχανής.
Ο κινηματογράφος παίρνει το όνομα «Σινέ Παλλάς» και στεγάζεται εκεί που σήμερα φιλοξενείται το Καφέ Ρίζου. Εκεί λειτουργούσε πριν το καφενείο Φώτη (και μετέπειτα Γιώργου) Παπανικολάου , το οποίο, για τις ανάγκες του νέου κινηματογράφου, μετακόμισε δίπλα, απ’ όπου είχε ήδη φύγει το περίφημο εστιατόριο του Θανάση Σοφιανού (το εστιατόριο είχε ήδη μεταφερθεί εκεί όπου σήμερα λειτουργεί η Εθνική Τράπεζα. Θα πρέπει μια άλλη φορά να μιλήσουμε και για το εστιατόριο αυτό, που επίσης άφησε εποχή).
Πρώτη ταινία του νέου κινηματογράφου: «Ένα νερό κυρά-Βαγγελιώ», με πρωταγωνιστές την Κάκια Αναλυτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο.
Εν τω μεταξύ, ο Κωστάκης Παπανικολάου, δαιμόνιος πάντα, βρίσκει επαφή με την «Σκούρας-Φιλμ» και αποκτά, με τον τρόπο αυτό,
πρόσβαση σε μια μεγάλη δεξαμενή κινηματογραφικών επιτυχιών.. Ανοίγει έτσι ο δρόμος στον Σπύρο Καραχρήστο που, μαζί με τον μικρό αδελφό του Κώστα Παπανικολάου, τον Γιώργο, αναλαμβάνουν την επιλογή των ταινιών.
Από κοντά και ο Γιώργος Σπυρόπουλος, που σήμερα ζεί – από δεκαετίες- στην Αμερική, περισσότερο γνωστός σε εμάς τους συγχρόνους του ως «Άλαν Λαντ», από το όνομα του μεγάλου, τότε, αστέρα του Χόλλυγουντ. Τον χειρισμό της μηχανής είχε αναλάβει για κάποιο διάστημα και ο Σεραφείμ Γιαννέλης.
Ο Σπύρος Καραχρήστος, που στη συνέχεια ξεχώρισε με την παρουσία του στα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά δρώμενα της πρωτεύουσας, ήταν από τότε όχι μόνο εξαιρετικά ενήμερος αλλά και πολύ ευαισθητοποιημένος για τα νέα ρεύματα πολιτισμού και καλλιτεχνικής δημιουργίας που διαπερνούσαν την Ελλάδα και τον κόσμο. Μαζί με τους Γιώργο και Αντώνη Παπανικολάου και τον Γιώργο Σπυρόπουλο, παρακολουθεί τις κριτικές κινηματογράφου, εντοπίζει τις καλύτερες ταινίες και τις προτείνει για προβολή. Έτσι, χωρίς τυμπανοκρουσίες, ο νέος κινηματογράφος μετατρέπεται σε μια αληθινή κινηματογραφική λέσχη. Απόδειξη, τα αριστουργήματα που παρήλασαν από την ταπεινή, επαρχιακή οθόνη μιας κωμόπολης που ακόμα έδενε τα τραύματά της από την κατοχή και τον εμφύλιο.
Από πού ν’ αρχίσουμε και πού να τελειώσουμε : « Λεωφορείον ο πόθος», «Τα χρόνια της φωτιάς», «Westsidestory», «Συνοικία το όνειρο», «Το γλυκό πουλί της νιότης», «Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα». «Τζακ ο ασύλληπτος», «Ορφέο Νέγκρο», «Λος Καγκασέϊρος», «Ο άνθρωπος του τραίνου», «Ποτέ την Κυριακή», «Στέλλα», «Κορίτσια στον ήλιο», «Κυριακές στην πόλη Αβραί», «Οι ομπρέλλες του Χερβούργου» «Αποχαιρετισμός στα όπλα», «Η γέφυρα του ποταμού Κβάϊ», « Όσα παίρνει ο άνεμος» , «Ο γέρος και η θάλασσα», «Το παιδί και το δελφίνι» (όπου η Σοφία Λόρεν τραγουδούσε στα ελληνικά το «τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη…»). Ένα κι ένα, πραγματικά μνημεία της Έβδομης Τέχνης…
Και όλα αυτά να συνοδεύονται από εκπληκτικές γιγαντοαφίσες, έργα και αυτές του Σπύρου Καραχρήστου, που δεν είχαν σε τίποτα να ζηλέψουν τις περίφημες γιαγαντοαφίσες του Γιώργου Βακιρτζή, που κοσμούσαν στο κέντρο της Αθήνας το «Αττικόν» και τον «Απόλλωνα» ( μαθαίνω, ευτυχώς, ότι οι δύο αυτές ιστορικές αίθουσες θα ξαναλειτουργήσουν, παρά τη φωτιά που τις κατέστρεψε πρόσφατα).
Μια τέτοια αφίσα, ενός δικού του έργου («Χωρίς ταυτότητα») είχε ευχάριστα εκπλήξει και τον Γιάννη Μαρή, συγγραφέα των γνωστών αστυνομικών μυθιστορημάτων, όταν βρέθηκε το 1964 στη Μακρακώμη συνοδεύοντας προεκλογικά τον εξάδελφό του Ηλία Τσιριμώκο και είδε το όνομά του στη γιγαντοαφίσα του «Σινέ Παλλάς¨». (Το πραγματικό όνομα του Γιάννη Μαρή ήταν Γιάννης Τσιριμώκος και ήταν –και αυτός- από τη Λαμία).
Οι Μακρακωμίτες γέμιζαν τον κινηματογράφο τις ημέρες των προβολών (Τετάρτη-Σάββατο-Κυριακή) όχι μόνο γιατί δεν υπήρχε άλλος κινηματογράφος αλλά και επειδή δεν άργησαν να πεισθούν για την ποιότητα των ταινιών που προβάλλονταν. Έτσι, ακόμη κι όταν μια φορά, από λάθος, προβλήθηκε πρώτα το δεύτερο μέρος μιας ταινίας και μετά το πρώτο, οι θεατές, εκ των προτέρων σίγουροι για την ποιότητα της ταινίας, θεώρησαν ότι το αναπόφευκτα «απότομο» τέλος, ήταν απότοκο μιας πρωτοποριακής σεναριακής και κινηματογραφικής προσέγγισης και όχι ένα απλό λάθος του χειριστή της μηχανής.
Ταυτόχρονα ανοίγει και το θερινό «Σινέ Παλλάς», εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το καφέ BellaVita και το κατάστημα με τα κινέζικα .
Εδώ πια δεν ήταν μόνο η απόλαυση μιας καλής ταινίας. Ήταν ένα αληθινό πανηγύρι αισθήσεων.
Φρεσκοκαταβρεγμένο το χαλικάκι του δαπέδου δρόσιζε τους θεατές, αγιόκλημα και γιασεμιά μοσχοβολούσαν και γέμιζαν με μυρωδιές τη ζεστή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, λεμονάδες, πορτοκαλάδες ΕΨΑ μπυράλ και ταμ-ταμ δρόσιζαν τα στεγνά χείλη, ενώ πριν από την παράσταση, κατά το διάλειμμα και μετά το τέλος της, τα τραγούδια και οι μουσικές από τα μεγάφωνα του κινηματογράφου πλημμύριζαν όχι μόνο το χώρο προβολής αλλά και όλο το δρόμο, που ήταν γεμάτος από όλες τις ηλικίες, που έκαναν την καθιερωμένη, τότε, βραδινή βόλτα…Τι παραπάνω είπε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης όταν, αρκετά χρόνια αργότερα έγραψε – και η αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού τραγούδησε – «…είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μεσ’ στα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά…»;
Και όμως, παρ’ όλη αυτή την ομορφιά, δεν μπόρεσε ούτε δεκαπέντε χρόνια να κλείσει το «Σινέ Παλλάς». Η τηλεόραση, που σάρωσε την κοινωνικότητα, που σάρωσε την κουβέντα γύρω από το βραδινό τραπέζι, που σάρωσε την όποια αισθητική, σάρωσε και το «Σινέ Παλλάς».
Κάπου κοντά στο 1974, οι σωλήνες «νέον» της επιγραφής «Σινέ Παλλάς» έσβησαν και δεν ξανάναψαν. Οι γιγαντοαφίσες ξεθώριασαν, τα μεγάφωνα του θερινού δεν ξανακούστηκαν, τα γιασεμιά και το αγιόκλημα μαράθηκαν. Και η καταπληκτική μηχανή προβολής CINEMECANICATORINO, κυνηγημένη από την τηλεόραση, αναζήτησε στέγη αλλού…
Έτσι έφυγε το «Σινέ Παλλάς»…μαζί με «…τα καλύτερά μας χρόνια…», που, όπως συνεχίζει να μας θυμίζει η Βίκυ Μοσχολιού: «…κάποιος μας τα κλέβει μυστικά, χρόνια που περνούν , που δεν θα ξαναρθούν…»
Αφήστε μια απάντηση