Άρθρο του Γιώργου Παπαϊωάννου
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα περίμενε κανείς να ξεκινήσει η χρηματοδότηση της οικονομίας. Αυτό όμως, όπως έγινε χθες σαφές κατά τη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου του Πρωθυπουργού κ. Αντ. Σαμαρά με εκπροσώπους των τραπεζών, δεν είναι αυτονόητο.
Κατ΄αρχάς για να δανείσουν οι τράπεζες θα πρέπει να υπάρχουν υγιείς επιχειρήσεις με βιώσιμα επενδυτικά σχέδια και επιχειρηματίες πρόθυμοι να μοιραστούν τη χρηματοδότηση με την τράπεζα. Ομως στο σημερινό αβεβαίο οικονομικό περιβάλλον, δύσκολα ένας σοβαρός επιχειρηματίας θα βάλει το χέρι στη τσέπη.
Με το κόστος δανεισμού μάλιστα να πλησιάζει και να ξεπερνάει το 10%, εξαιτίας κυρίως του υψηλού ρίσκου της χώρας, δύσκολα θα πάρει μια τέτοια απόφαση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν έχει να ανταγωνιστεί μια άλλη ευρωπαϊκή εταιρεία, η οποία δανείζεται με το μισό ή χαμηλότερο επιτόκιο.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες πιέζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να μειώσουν το δάνεια που έχουν πάρει από αυτή. Μάλιστα μέρος των εγγυήσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοιποίηση τους κατέληξαν ή θα καταλήξουν στην ΕΚΤ.
Από την αρχή του χρόνου οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει κατά περίπου 40 δισ. ευρώ την έκθεσή τους στον ELA, όπως ονομάζεται ο μηχανισμός χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Πράγμα που σημαίνει ότι τα κεφάλαια αυτά βγήκαν από το τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία.
Ακόμα και τα συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως αυτά της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), φθάνουν με δυσκολία και με το σταγονόμετρο στην αγορά, εξαιτίας της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.
Διότι μπορεί οι ευρωπαίοι πολιτικοί και αξιωματούχοι να ανακοινώνουν ξανά και ξανά τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και έργων, στην πράξη όμως η κατά γράμμα τήρηση των προϋποθέσεων και των όρων χρηματοδότησης τους οποίους η Ελλάδα εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει, ακυρώνει τις όποιες πολιτικές στήριξης εξαγγέλονται.
Η εμμονή λοιπόν των ευρωπαίων γραφειοκρατών στην εφαρμογή ενιαίων κανόνων στην ευρωζώνη, αποδεικνύεται τροχοπέδη στις προοπτικές ανάκαμψης της χώρας. Διότι δεν μπορείς να ζητάς από την Ελλάδα που είναι μια ειδική περίπτωση να εφαρμόζει τις ίδιες ακριβώς διαδικασίες σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ ή τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα που εφαρμόζει π.χ. η Γερμανία ή η Αυστρία, στις οποίες ο κίνδυνος της χώρας είναι απειροελάχιστος και οι τράπεζες δανείζονται ακόμα και με αρνητικά επιτόκια.
Από την πολιτική αυτή ένα μόνο είναι σίγουρο. Οτι οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες κερδίζουν σε βάρος των ασθενέστερων.
Για να μπορέσει να πιάσουν τόπο λοιπόν οι κατά καιρούς εξαγγελίες στήριξης, τις οποίες πολύ πιθανό να ξανακούσουμε την Πέμπτη από τον Βολφγανγκ Σόιμπλε,η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωσπιστεί ως ειδική περίπτωση και να υπάρξει χαλάρωση των όρων ώστε να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα να παίξει το ρόλο του στην ανάκαμψη της οικονομίας. Και αυτό θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο από την ελληνική πλευρά. Διαφορετικά οι εξαγγελίες θα μείνουν εξαγγελίες.
Αφήστε μια απάντηση