
Έζησε μια άκρως ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ζωή, όπως ακριβώς ήθελε, μακριά από τα πρέπει και το κατεστημένο μιας συντηρητικής εποχής.
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Ο παππούς με προστάτευε. Μ’ έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Όλα μάς διασκέδαζαν κι όλοι μάς ζήλευαν. Ήμουν η αγαπημένη του και ήταν παράδεισος να’ σαι η αγαπημένη του αγαπημένου τέκνου της Αθήνας. Ιδιαίτερα τις απόκριες. Τις Κυριακές της Απόκριας, διασχίζαμε την Αθήνα μέσα σ’ ανοιχτό αμάξι κι ο άρχοντας της πόλης συναντούσε το λαό του. Κι εγώ ήμουν εκείνη που καθόταν δίπλα του. Αλλά πρώτα, μια μικρή πρόβα. Κάθισε ίσια, με αξιοπρέπεια, με σιγουριά. Υποκλίσου με χάρη, δεξιά, αριστερά. Πολύ καλά! Πάμε!»

Έτσι γράφει στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο Γεννήθηκα Ελληνίδα, η μεγαλύτερη Ελληνίδα σταρ Μελίνα Μερκούρη που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Και αυτό το μικρό απόσπασμα δείχνει μια προετοιμασία για μια ζωή κάτω από τα φώτα, με μεγάλες κερδισμένες και χαμένες μάχες, με μεγάλους έρωτες, μια ζωή που η Μελίνα έζησε σε βαθμό υπερθετικό.

Το πρώτο ντεμπούτο σε ηλικία 10 ετών
Η Μελίνα έζησε μια άκρως ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ζωή, όπως ακριβώς ήθελε, μακριά από τα πρέπει και το κατεστημένο μιας συντηρητικής εποχής, γι’αυτό το λόγο άλλωστε λατρεύτηκε και μισήθηκε. Όταν γεννήθηκε πήρε το όνομα Αμαλία – Μαρία, αλλά μόνο στα χαρτιά. Κανείς ποτέ δεν τη φώναξε έτσι. Ήταν εγγονή του Δημάρχου της Αθήνας Σπύρου Μερκούρη και κόρη του Σταμάτη Μερκούρη, που υπήρξε βουλευτής για περισσότερα από 30 χρόνια. Το πρώτο της θεατρικό ντεμπούτο έγινε επάνω σε ένα τραπέζι στις Σπέτσες. Μπορεί η αυτοσχέδια παράστασή της να χειροκροτήθηκε από τους θαμώνες, αλλά δεν ενθουσίασε καθόλου τη μητέρα της που τη χαστούκισε δημοσίως.

Η χειρότερη μαθήτρια της τάξης
Η Μελίνα όπως έχει και η ίδια πει ήταν η χειρότερη μαθήτρια. Ανήσυχο και ατίθασο παιδί, δε διάβαζε ποτέ. “Αν δεν έχω άλλο ρεκόρ, έλεγε, έχω ένα ρεκόρ που θα το διατηρήσω για πάντα. Κανένα παιδί σ’ οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα οπουδήποτε, δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει στη σχολική του καριέρα περισσότερα μηδενικά από μένα. Δεν ήταν ότι ήμουν εντελώς ηλίθια. Το σχολείο ήταν ένα ατέλειωτο μαρτύριο. Ήταν ένα συνωμοτικό σχέδιο των ενηλίκων που είχε σκοπό να με βάλει με το ζόρι σε μια ομάδα μαζί με άλλα κακότυχα παιδιά με μοναδικό σκοπό να μου κοπανήσει στο κεφάλι πράγματα που μ’ έκαναν να πλήττω μέχρι θανάτου. Κανένας δεν πήγε σε περισσότερα σχολεία, γιατί δεν πέταξαν κανέναν έξω από περισσότερα σχολεία. Ποτέ δεν μπορούσα να περάσω σ’ ένα διαγωνισμό. Ποτέ. Στο τέλος όλοι οι δάσκαλοι μου υιοθετούσαν την ίδια τακτική. Από αγάπη για τον παπού μου ή από απελπισμένη ανάγκη να με ξεφορτωθούν, με προβίβαζαν στις μεγαλύτερες τάξεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Από το Εθνικό στο Μπρόντγουέι
Η Μελίνα κατάφερε να περάσει στις εξετάσεις του Εθνικού θεάτρου όπου απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ο Αιμίλιος Βεάκης ήταν ένας από τους εξεταστές της. «Δεν πέρασα» σκέφτηκε. Κάθε άλλο όμως. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης, ο οποίος είδε στη Μελίνα Μερκούρη τραγωδό. Αποφοίτησε το 1944. Εντάχθηκε αμέσως στο Εθνικό θέατρο και το 1945 ερμήνευσε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»).

Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία ήρθε με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «θεάτρου τέχνης», όπου ερμήνευσε το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνέχισε τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» και εμφανίστηκε σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν. Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε διεθνή φήμη. Με τον σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, έκαναν τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978). Για την ερμηνεία της στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» θα πάρει στις Κάνες το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (εξ’ ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile) (1960). Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου – Ζύλ Ντασσέν, πρώτου γυναικείου ρόλου – Μελίνα Μερκούρη, κοστουμιών για ασπρόμαυρη ταινία – Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού – Μάνος Χατζιδάκις, που παίρνει το βραβείο). Η Μελίνα πρωταγωνιστεί σε ταινίες διακεκριμένων δημιουργών όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα (Η Δευτέρα παρουσία), ο Νόρμαν Τζούισον (Σικάγο-Σικάγο), ο Καρλ Φόρμαν (Οι Νικητές).

Μελίνα – Ντασέν, η αγάπη μιας ζωής
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί (Topkap, 1964), ως εξής: “Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός. “Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό στη ζωή δεν θα το μάθω ποτέ“, ομολογεί η Μελίνα. “Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ“.

Ο εφιάλτης των συνταγματαρχών
Τρία χρόνια αργότερα, η Μελίνα αντιτάσσεται στη χούντα των συνταγματαρχών και γίνεται ο μεγάλος εφιάλτης τους. Η χούντα αντιδρά, απαγορεύει στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύει την περιουσία της. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κάνει πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία). Θα συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Δημιουργούνται πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές, επιτροπές Ελλήνων που στηρίζουν όλα τα προγράμματα. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.

“Τα Μάρμαρα είναι το καμάρι μας”
Πολιτικός με μεγάλη ακτινοβολία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έγινε υπουργός πολιτισμού από το 1981 μέχρι το 1989 και από το 1993 μέχρι το θάνατό της, στις 6 Μαρτίου 1994. Η λάμψη και η ακτινοβολία της σε παγκόσμιο επίπεδο βοήθησαν και έκαναν πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στο Μουσείο της Ακρόπολης.
«Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για εμάς», έλεγε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και «αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».
Αφήστε μια απάντηση