Στο πολύπαθο από την εγκατάλειψη Μουσείο στη Λέσβο ξεκίνησε αποκατάσταση των έργων του μεγάλου Θεόφιλου που έζησε επίσης στη καταφρόνια. Μοναδικές εικόνες εργασιών.
΄Ηταν 29 Αυγούστου 1965 όταν με μια πανστρατιά κορυφαίων πνευματικών προσωπικοτήτων εγκαινιάστηκε το Μουσείο Θεόφιλου στη γενέτειρα του ζωγράφου, στο θέρετρο Βαρειά της Λέσβου. Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: όλοι όσοι θέλησαν να «αποκατασταθούμε απέναντι στον Θεόφιλο γιατί δεν σταθήκαμε ικανοί να αναγνωρίσουμε την αξία του στη ζωή του» ήταν εκεί.
Δεν ήταν μόνο αυτοί αλλά και εκατοντάδες κάτοικοι του νησιού που γιόρτασαν με πανηγυρικό τρόπο τα εγκαίνια του Μουσείου το οποίο είχε διαμορφώσει με τα χέρια του ο Γιάννης Τσαρούχης.
Και είναι αυτό το πολύπαθο Μουσείο της ελληνικής περιφέρειας που λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα με ελάχιστο προσωπικό και τεράστιες ελλείψεις στο οποίο γίνεται η συντήρηση της συλλογής του Μουσείου Θεόφιλου. Ο λόγος για συλλογή 86 ζωγραφικών έργων σε ύφασμα. Σήμερα, 23 από αυτά τα έργα επανεκτίθενται συντηρημένα και σε νέες κορνίζες μουσειακών προδιαγραφών στο Μουσείο. Τη συντήρηση έχει αναλάβει η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (ΔΣΑΝΜ), της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΟΠΑΙΘ, σε συνεργασία με το Δήμο Λέσβου.
Ο αριστερόχειρας ζωγράφος που ντυνόταν με φουστανέλες και ζωγράφιζε για ψίχουλα Μεγαλέξανδρους
Ο «παλαβός μπογιατζής» (1868 – 1934) είχε φύγει από τη ζωή περίπου 30 χρόνια πριν τα εγκαίνια του συγκεκριμένου Μουσείου μέσα στην καταφρόνια και τη φτώχεια στο άθλιο καμαράκι του μόλις είχε αρχίσει να του χαμογελά η τύχη. Η ζωή στάθηκε μάλλον σκληρή για τον αριστερόχειρα λαϊκό ζωγράφο που του άρεσε να ντύνεται με φουστανέλες και να ζωγραφίζει για ψίχουλα Μεγαλέξανδρους και Γοργόνες σε τοίχους μαγαζιών και καφενέδων του Βόλου και του Πηλίου και να γίνεται συχνά αντικείμενο χλεύης. ΄Ένα χρόνο μετά το θάνατό του ο τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Τeriade) δημοσιεύει συνέντευξη του στα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του. Και στις 3 Ιουνίου 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μια αναδρομική έκθεση.
Γ. Σεφέρης: “Το βρισίδι που φάγαμε στα χρόνια της έκθεσης Θεόφιλου…”
«Το βρισίδι που φάγαμε τα χρόνια της έκθεσης Θεόφιλου το ξεχνάς- καλά κάνεις» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης σε επιστολή του προς τον Αγγελο Κατακουζηνό. Ο Αθηναίος νευρολόγος – ψυχίατρος και καθηγητής του Πανεπιστημίου των Παρισίων πρωτοστάτησε μαζί με τον Teriade στην αποκατάσταση της «αδικίας» με τη δημιουργία του Μουσείου, του «θαυμάσιο δώρο του Τεριάντ στη Λέσβο», όπως είχε γράψει ο Ηλίας Βενέζης στο «Βήμα» της Τρίτης 7 Σεπτεμβρίου 1965.
Μισό αιώνα αργότερα το Μουσείο βρέθηκε να υποφέρει από την εγκατάλειψη, ενώ σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, «λόγω της υγρασίας και της έλλειψης συντήρησης τα έργα σαπίζουν». Οι εργασίες συντήρησης ήταν απόλυτη αναγκαιότητα για το Μουσείο.
Ματιές στην περίφημη συλλογή Θεόφιλου
Το ίδρυμα που δώρισε ο Στρατής Ελευθεριάδης στον Δήμο Μυτιλήνης, σε αρχιτεκτονικά σχέδια Γιώργου Γιαλλουλέλη, αποτελούμενο από τέσσερις αίθουσες φιλοξενεί 86 έργα φιλοτεχνημένα από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του.
Τα έργα του Θεόφιλου είναι ζωγραφισμένα απευθείας σε ύφασμα, χωρίς την ύπαρξη προετοιμασίας, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητα σε ορισμένους παράγοντες φθοράς. Γύρω στο 1960, είχαν στερεωθεί με καρφιά σε ξύλινα τελάρα και είχαν τοποθετηθεί σε κορνίζες από λεπτό κοντραπλακέ με Plexiglas®, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δυσκολία παρατήρησης του έργου από τον επισκέπτη, λόγω αντανάκλασης του Plexiglas, καθώς και τη δημιουργία ευνοϊκού μικροκλίματος για την ανάπτυξη μικροοργανισμών και την εκκόλαψη εντόμων.
Οι φθορές που παρουσίαζαν τα έργα είχαν προκληθεί από τον τρόπο στήριξης και ανάρτησής τους, καθώς και από την έκθεσή τους σε ακτινοβολία και ακατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι κυριότερες φθορές περιελάμβαναν χρωματική αλλοίωση της ζωγραφικής επιφάνειας, αποδυνάμωση του υφάσματος, επιφανειακούς ρύπους, οπές από τη δράση εντόμων καθώς και ανάπτυξη μυκήτων (μούχλας) στην πίσω όψη ορισμένων έργων.
Η συντήρηση
Η διαδικασία συντήρησης χωρίζεται σε τρία στάδια: επέμβαση, αναλύσεις και ανάδειξη.
Κατά το πρώτο στάδιο έγιναν εργασίες όπως αφαίρεση των έργων από τα ξύλινα τελάρα, επιφανειακός καθαρισμός, συμπλήρωση περιοχών απώλειας, αντιμετώπιση της βιολογικής προσβολής, καθώς και τοποθέτησή τους με ράψιμο σε νέες βάσεις υποστήριξης, κατάλληλα κατασκευασμένες από τους συντηρητές για ζωγραφικά έργα σε ύφασμα.
Στο δεύτερο στάδιο πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις των χρωστικών σε συνεργασία με το Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ με μη-καταστρεπτικές μεθόδους, καθώς και αναλύσεις των μικροοργανισμών που έχουν προσβάλει κάποια από τα έργα σε συνεργασία με το Τμήμα Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθήνας.
Τέλος, το τρίτο στάδιο αφορά στην πρόληψη πρόκλησης περαιτέρω φθορών στα έργα και στην ανάδειξή τους και περιλαμβάνει τη βελτίωση της μεθόδου ανάρτησης με ειδικά κατασκευασμένες κορνίζες από ξύλο οξιάς. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στη χρήση ειδικού φύλλου ακρυλικού, το οποίο είναι άθραυστο και ελαφρύ, δεν χαράσσεται, δεν έχει αντανάκλαση, ενώ εμποδίζει τη διέλευση της βλαβερής υπεριώδους ακτινοβολίας κατά 99%. Το συγκεκριμένο υλικό ονομάζεται Optium Museum Acrylic.
Κατόπιν επιτόπιου ελέγχου με ειδικό εξοπλισμό που πραγματοποιήθηκε από τους συντηρητές της ΔΣΑΝΜ διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα της, εξίσου φθοροποιού, ορατής ακτινοβολίας, ήταν ιδιαίτερα αυξημένα. Με τη ρύθμιση και τη σωστή τοποθέτηση των λαμπτήρων επιτεύχθηκαν επίπεδα ακτινοβολίας μουσειακών προδιαγραφών, τα οποία μπορεί αρχικά να φαίνονται πολύ χαμηλά, αλλά είναι άκρως απαραίτητα για τη μακροβιότητα των έργων.
Η ομάδα συντήρησης της ΔΣΑΝΜ που ασχολείται με τη συλλογή Θεόφιλου απαρτίζεται από τη Δρ Χριστίνα Μαργαρίτη, συντηρήτρια υφάσματος, την κυρία Κατερίνα Ευθυμίου, συντηρήτρια-μουσειολόγο MSc, και τον κ. Παναγιώτη Κωσταλούπη, Προϊστάμενο του Τμήματος Εκτέλεσης Έργων.
Για την οργάνωση της επανέκθεσης των συντηρημένων έργων στο ανακαινισμένο Μουσείο Θεόφιλου, τα τελευταία τρία χρόνια η ΔΣΑΝΜ συνεργάζεται στενά με τον Αντιδήμαρχο Πολιτισμού και Τουρισμού, κ. Κώστα Αστυρακάκη και την Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Πολιτισμού κυρία Χαρίκλεια Καραβιάρη.
the toc
Αφήστε μια απάντηση