
Χρέος μεγάλο να μιλήσουμε σήμερα στα παιδιά μας. Να ζωντανέψουμε τη μνήμη για το έπος. Να μη χαθεί. Πιο δύσκολο γιατί τους είναι ξένο. Κάθε χρόνο και πιο πολύ.
Γράφει η Μαρία Μαθιουδάκη
Εκείνη η μέρα είχε μιαν επισημότητα. Όχι, δεν ήταν η βελούδινη μπλε φούστα με τις πιέτες, ούτε τα γυαλιστερά ολοκαίνουρια λουστρίνια μου. Καλά…ήταν κι αυτά. Μα πιο πολύ τα σημαιάκια τα τρίγωνα που κρεμάγαμε κάθε χρόνο τέτοια μέρα στην τάξη, με κάτι σχοινιά διαγώνια σαν τη χιλιοαπλωμένη μπουγάδα. Κι εμείς τα κοιτάζαμε – εγώ δηλαδή – αλλά φαντάζομαι ομιλώ εκ μέρους όλων…
Τα κοιτάζαμε λοιπόν και φουσκώνανε τα στήθια μας. Με έναν αγέρα παράξενο.
Σα να μας μιλούσαν ήταν. Τα σημαιάκια και οι φιγούρες που είχαν πάνω. Τα φαντάρια μας στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, οι γυναίκες της Πίνδου, εκείνη η άλλη με το “Αέρα”…ε να γιατί φουσκώναμε κι εμείς. Έγραφε αέρα και ήτανε σαν να τρέχαμε ξοπίσω τους κι εμείς αλαλάζοντας το ίδιο… ΑΕΡΑ ΑΕΡΑ…και σιγοτραγουδάγαμε με το ντουφέκι στον ώμο το κορόιδο Μουσολίνι…και κείνο το άλλο…με το χαμόγελο στα χείλη…. Ή μήπως είναι το ίδιο; Γέρασα…
Έτσι φουσκώναμε, φωνάζαμε και μπήγαμε κι εμείς τα στρατιωτικά μας άρβυλα στο χιόνι. Σέρναμε τα γαϊδουράκια με τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα… μαργώνανε τα χέρια μας από το κρύο…πλέκαμε κάλτσες…όλα αυτά τα κάναμε, τα ζούσαμε μέσα από τις φωτογραφίες τις τρίγωνες που κρέμονταν σαν τη χιλιοαπλωμένη μπουγάδα στο ταβάνι του σχολειού μας.
Μου μιλούσανε τα σημαιάκια και η σημαία μας η ίδια μου μιλούσε και τα στεφάνια που κατέθετα στο Ηρώο με τρέμουλα χέρια. Μα πιο πολύ μου μιλούσε η γιαγιά μου κι ένα σωρό άλλοι στο χωριό.
Ο κυρ μπακάλης, μακαρίτης πια, που περπατούσε να …κάπως σαν πιγκουίνος μα εμείς δε γελάγαμε. Ξέραμε…είχε κομμένα όλα τα δάχτυλα των ποδιών του από κρυοπαγήματα στα αλβανικά βουνά. Παίζει να ήταν και το πιο περήφανο περπάτημα που είχαμε δει ποτέ μας, πιτσιρίκια όλα.
Και η γιαγιά μου, μου μιλούσε… το μοιρολόγι της δηλ. για το σκοτωμένο στον πόλεμο αδερφό της. Και τον άλλον …που γύρισε ζωντανός και τον πρόφτασα… μου λέγε πώς τράβηξε τη μέρα που γύρισε με μια χαχαλόβεργα μακριά τα ρούχα του όλα, τα πέταξε στο καζάνι και πέσαν οι ψείρες μιλιούνια στο καυτό νερό. Τόσο παραστατικά μου τα’ λεγε σα να διάβαζα Διδώ Σωτηρίου και “Ματωμένα Χώματα”.
Κι άλλες ιστορίες μου έλεγε για τους ξανθομπούμπουρες Γερμανούς στη Κατοχή που βάζανε τον παππού μου με το στανιό να δουλεύει για να γίνει το αεροδρόμιο στο Τυμπάκι και κρυφά στο πήγαινε- έλα με τα γαϊδουράκια φυγάδευε στο διπλανό χωριό κριθάρι και στάρι και ό,τι πυρομαχικό μπορούσε να κρύψει μέσα. Στο στάρι και το κριθάρι. Να φτάσει στους άλλους μπαρμπάδες μου εκεί που ήτανε αντάρτες. Για τις λαχτάρες που της κάνανε οι Ιταλοί στο σπίτι μας έλεγε, που είχαν επιτάξει. Το σπίτι που κι εγώ μεγάλωσα μετά και μου φαίνεται πως μπορούσα να ακούω καθαρά την μπότα του κατακτητή να αντηχά στην κάμαρα των παιδικών μου χρόνων.
Όλα αυτά μου μιλούσανε. Ήταν τόσο κοντά μου όλα. Ο κυρ μπακάλης…ο μακαρίτης θείος…ο αντάρτης θείος…οι ψείρες…ο Ιταλός αξιωματικός να χαχανίζει και να αρπά τον καλύτερο μεζέ απ’ το τσικάλι της γιαγιάς μου, να το αναποδογυρίζει έπειτα και να φεύγει. Το αεροδρόμιο, το στάρι, το κριθάρι… όλα!
Μα τώρα πια δεν ξέρω τι θα μπορούσε να μιλήσει στα δικά μας παιδιά για όλα τούτα. Ξεφτίσανε οι μνήμες για κείνα…μακρινές γενήκανε… σαν τα απόνερα του καραβιού που σβήσαν.
Χρέος μεγάλο να μιλήσουμε σήμερα στα παιδιά μας. Να ζωντανέψουμε τη μνήμη για το έπος. Να μη χαθεί. Πιο δύσκολο γιατί τους είναι ξένο. Κάθε χρόνο και πιο πολύ.
Χρέος!
Αφήστε μια απάντηση