
Η εφηβεία αποτελεί μια καθοριστική για την εξέλιξη του ανθρώπου περίοδο. Ο έφηβος χαρακτηρίζεται από: α) την έξαρση της ερωτικής επιθυμίας, β) την ανάγκη αποκήρυξης του γονεϊκού προτύπου, και γ) τη δυναμική επιδίωξη της αυτονομίας του.
Το «εγώ» του έχει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο ελέγχου, μπορεί όμως και να ξεχειλίσει, κυρίως εάν το περιβάλλον του κάνει πιο δύσκολη την εξωτερική πραγματικότητα στην οποία πρέπει να υποτάξει τις επιθυμίες του (Georges Mauco, Psychanalyse et Education, Flammarion, 1993).
Εκτός από τις εγγενείς συνιστώσες, καθοριστική για τη διαμόρφωση παραβατικών ή προβληματικών συμπεριφορών είναι η ενδοοικογενειακή κατάσταση, ειδικά υπό την πίεση της υπάρχουσας πολύπλευρης κρίσης, ενώ εξίσου σημαντικοί παράγοντες είναι η εντεινόμενη αβεβαιότητα του μέλλοντος, η έλλειψη στόχου της παιδείας και τα κοινωνικά αδιέξοδα που αποτυπώνονται στις αυταρχικές δομές του συστήματος, όπως: η έλλειψη προτύπων ποιότητας, το καταπιεστικό εκπαιδευτικό σύστημα, ο παθητικός χρόνος του σχολείου με τους συχνά ανέμπνευστους καθηγητές, ο σκληρός ανταγωνισμός, η αναγκαστική αναζήτηση επιπλέον εφοδίων για το μέλλον, η ελαχιστοποίηση του προσωπικού χρόνου του μαθητή και η υποκατάσταση των άμεσων ανθρώπινων σχέσεων από την τεχνολογία.
Το χειρότερο, όμως, είναι η απαίτηση από το εκ-παιδευτικό σύστημα της απότομης ωρίμανσής τους, ώστε να διαλέξουν εγκαίρως τάχα τον επαγγελματικό τους ορίζοντα, αποχαιρετώντας ανώμαλα την παιδικότητά τους.
Ο έφηβος, θύμα ο ίδιος της τεταμένης λόγω κρίσης κοινωνικής ατμόσφαιρας, παρά την ανύπαρκτη σχέση μεταξύ παραγωγής και εκπαίδευσης, απειλείται ωστόσο κι από το σύνδρομο της αποτυχίας στην περίπτωση που οι πολυέξοδες προσπάθειες δεν αποδώσουν και δεν εισαχθεί σε κάποια σχολή.
Όλα αυτά, όμως, λειτουργούν ως μπούμερανγκ, κατά της ίδιας της κοινωνίας, καθώς περιορίζουν τη δυνατότητα κοινωνικοποίησης του νέου, επιτείνοντας την ένταση, τις πράξεις βίας, την επιθετικότητα και το άγχος του, ενώ τον εξασκούν στην αναζήτηση ατομικών λύσεων σε συλλογικά προβλήματα.
Εξάλλου, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία μιας υποτυπώδους φιλοσοφίας για φυσική δραστηριότητα και με την απουσία πολιτιστικών δράσεων που να τον αφορούν, καταδικάζουν το νέο σε έλλειψη ουσιαστικής επαφής ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό. Το περίσσευμα της φυσικής του ενέργειας, μη έχοντας πού να το εξωτερικεύσει, το συμπιέζει διαρκώς, ίσως και να το συνθλίβει, μέχρι του ορίου της εκρηκτικής και αλόγιστης αποσυμπίεσής του.
Τι είδους γενιά, άραγε, θα παραχθεί μέσα από αυτή την εγκλωβιστική πραγματικότητα του σημερινού εφήβου, του μελλοντικού πολίτη, στην οποία δεν ζει σαν παιδί, δεν χαίρεται, δεν παίζει, δεν συζητά, αλλά έχει μόνο εξαναγκασμούς και υποχρεώσεις; Και όμως, υπάρχουν ενέργειες που μπορούν, αν όχι να ανατρέψουν τουλάχιστον να βελτιώσουν τον χώρο, έστω, της εκπαίδευσης και της παιδείας.
*Η Κωνσταντίνα Γογγάκη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Εισαγωγής στη Φιλοσοφία και Φιλοσοφίας του Αθλητισμού, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Αφήστε μια απάντηση