
Αποτελούν περίπου το 15% του συνόλου των δανειοληπτών, χρωστάνε 20 δις. ευρώ μόνο από «κόκκινα δάνεια», σφυρίζουν αδιάφορα ενώ έχουν να τα πληρώσουν και ήρθε επιτέλους η ώρα να τ’ ακούσουν.
Ακούσαμε για πρώτη φορά την εν λόγω φράση από το στόμα του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κ. Τρύφωνα Αλεξιάδη. Από τότε την επανέλαβαν αρκετοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, τόσες φορές που σχεδόν έγινε καθημερινή μας συνήθεια. Το «στρατηγικός» ακούγεται πομπώδες… μέχρι ν’ ακούσεις το «κακοπληρωτής» που το συνοδεύει και να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται. Πρόκειται γι’ αυτόν που μετακινείται από ρύθμιση χρεών σε ρύθμιση χρεών, σαν το πουλάκι που πηδάει από κλαδί σε κλαδί, όχι μόνο γιατί ο Νόμος του δίνει το δικαίωμα, ούτε μόνο γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς λόγω οικονομικής στενότητας και προσπαθεί να επιμηκύνει χρονικά την οφειλή του. Το κάνει γιατί έχει στόχο. Και δεν είναι αγαθός, ούτε τίμιος.Ο στρατηγικός κακοπληρωτής έχει λεφτά και θα μπορούσε να αποπληρώσει το χρέος του εφάπαξ ή έστω σταδιακά, πάντως έχει. Αλλά δεν το κάνει. Αντιθέτως πληρώνει το ελάχιστο ή και τίποτα απολύτως. Γιατί; Διότι «εκμεταλλεύεται την οικονομική συγκυρία», τουτέστιν περιμένει να φτάσει ο κόμπος στο χτένι για να δώσει το κάτι τις του ή -το πιθανότερο- επειδή έτσι έχει μάθει να ελίσσεται και να δρα τόσα χρόνια, έχει πίστη ότι το «αθάνατο ελληνικό κράτος» θα βρει έναν τρόπο να του τα χαρίσει ή να του μειώσει το χρέος.
Και ιδού το ερώτημα, που έρχεται αβασάνιστα από τα βάθη τη λογικής και της ηθικής κάθε νοήμονος ανθρώπου στην επιφάνεια της γλώσσας: Γιατί; Γιατί ρε; Γιατί ρε άνθρωπε; Αφού ξέρεις τι γίνεται, βλέπεις γύρω σου. Γιατί εκμεταλλεύεσαι με τον χείριστο για το κοινωνικό σύνολο τρόπο την πολυνομία και τη γενικότερη αναποτελεσματικότητα του νομικού συστήματος της χώρας, ενώ αποδεδειγμένα έχεις τις καταθέσεις για να ξαλαφρώσεις την οικονομία από έναν (έστω μικρό, αλλά όχι αμελητέο) βραχνά;
Γιατί μπορείς, ακούω κάπου από το βάθος. Ε, και; Υπέρ πάντων παρτακισμός; Τόση διάβρωση πιά; Έφτασε μεδούλι; Δεν καταλαβαίνεις ότι πληρώνοντας, εσύ που έχεις, κινείς σιγά-σιγά τα δύσμοιρα κακολαδωμένα γρανάζια της δόλιας οικονομίας μας που σέρνεται στο χώμα; Στην πραγματικότητα, χρειάζεται να σε πείσει κάποιος με επιχειρήματα; Χρειάζεται να σου πει κάποιος ότι οφείλεις να πληρώσεις το χρέος σου, ειδικά από τη στιγμή που έχεις τη δυνατότητα να το κάνεις; Πώς διάολο μεγάλωσες; Απορώ. Περνιέσαι για μεγάλος καταφερτζής στην παρέα σου; Τους λες «σιγά μην είμαι κορόιδο να τα δώσω σ’ αυτούς, χίλιες φορές να τα κάνω ξαπλώστρες και Belvedere στην Ψαρρού» και χαχανίζετε παρέα;
Τι σόι άνθρωπος είσαι; Σε ποια ράτσα ανήκεις; Πώς σου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι επειδή κατάφερες για λίγο καιρό να μείνεις στο απυρόβλητο, θα παραμείνεις εκεί εσαεί; Το ότι το χρέος αυτό που δεν εξυπηρετείς μπορεί σε κάποια φάση να ανακυκλωθεί, να αναδιανεμηθεί και να γυρίσει στις τσέπες αυτών που δεν έχουν ήδη να πληρώσουν, σε απασχολεί καθόλου; Αυτό που κάνεις δεν λέγεται απλώς τσιγκουνιά. Δεν λέγεται απλώς λαμογιά και κοροϊδία. Δεν λέγεται απλώς ξεφτίλα, ντροπή και όνειδος. Είναι μια ροχάλα που παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας και που όταν σκάσει (νομοτελειακά) στα μούτρα σου, θα μεταμορφωθεί σε Νέμεσις. Και τότε τα «τσιμεντωμένα», τα αγαπημένα σου λεφτά δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα για να σε γλυτώσουν.
Αφήστε μια απάντηση