
Ο μεγάλος μας ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης, η μεγάλη μας συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη και η… Εύη Δρούτσα. Έχουν κάποια σχέση αυτοί οι τρεις άνθρωποι;
Διαβάστε αποκλειστικά στο nikosonline.gr ένα υπέροχο κείμενο γραμμένο από την ίδια την Εύη, μόνο για μας, για να τα μάθουμε όλα από πρώτο χέρι. Μας εξηγεί τα πάντα.
Της Εύης Δρούτσα
(το κείμενο γράφτηκε πριν πεθάνει η Λούλα Αναγνωστάκη)
Μεγάλωσα, με λένε Ευαγγελία, Βαγγέλα δηλαδή όπως τη γιαγιά μου από το Νεφσαμάρι στο Αμάρι της Κρήτης. Με φωνάζουν Εύη απ’ όταν γεννήθηκα μαζί με την δίδυμη αδελφή μου τη Λίλα. Ήμουν τόσο άσχημη πού ο θείος μου ο Μανώλης (θείο δεν τον είπα ποτέ), ο αδελφός της μαμάς μου της Μαρίας, με φώναζε τσίτα, σαν την μαϊμού. Και την αδελφή μου πού ήταν κούκλα τη φώναζε “πεπέ” από το πουπέ…
Εγώ λοιπόν η μικρή τσίτα, θέλω να σας μιλήσω για το γένος μου τώρα πού σχεδόν κλείνει. Πόσο άδικο και λυπηρό είναι να ξέρεις ότι από ώρα σε ώρα από μέρα σε μέρα, από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο, θα σπάσει και ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας πού κρατούσε την ιστορία του γένους μου ζωντανή όπως την έζησα εγώ. Ναι, όπως την έζησα εγώ και το λέω θυμωμένα …. (γιατί άκουσα από δημοσιογράφο στην τηλεόραση να λέει: «Θα παραθέσει δείπνο ο κ. Σαμαράς στη κ. Μέρκελ εκεί πού πήγαινε ο τάδε ο τάδε ο τάδε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης….»). Ο Μανώλης Αναγνωστάκης αγαπητέ άσχετε ρεπόρτερ, έπινε τον πικρό καφέ πού του δίνατε εσείς με τις αηδίες πού λέτε, στο σπίτι του στην Πεύκη, και μόνον εκεί!
Εγώ η μικρή η τσίτα λοιπόν, σας γράφω αυτό το κείμενο γιατί θα ήθελα να γνωρίσετε το γένος μου. Όχι έτσι όπως τους θαυμάζετε ίσως εσείς ή κάποιοι ακόμα, αλλά όπως τους θαύμαζα και τους θαυμάζω εγώ.
———————————————————-
Όλα άρχισαν από τον προ-προ-προ-πάπο μας στο χωριό, πού ήταν… αναγνώστης στην εκκλησία κι’ από αυτόν πήραμε το επίθετο μας και το γένος μας. Πιο πριν, πολύ πιο πριν, καταγόμαστε από ιταλούς. Λεγόμασταν Ντε Φάσι. Ο Μανώλης είχε γράψει και ποιήματα ντέ φάσι…. με το επίθετο Αναγνωστάκης βέβαια. Η οικογένεια μας ήταν πολύ δεμένη, αλλά και πολύ- πολύ τρελή (θα σας το λέω συνέχεια αυτό για να το εμπεδώσετε). Θυμάμαι όταν βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία με την Αρώνη, όλη η οικογένεια φωνάζαμε τη μαμά μου «πάστα Φλώρα»!
Ο παππούς μου ο Ανέστης λοιπόν, γιατρός ακτινολόγος, παντρεύτηκε τη γιαγιά μου τη Βαγγέλα και έκαναν τρία παιδιά. Τη Μαρία (μαμά μου) τον Μανώλη (που έκανε γιό και τον είπε Ανέστη) και τη Λούλα (με γιο τον Θανάση Χειμωνά). Ο Μανώλης και η μαμά μου μοιάζανε πολύ. Το Λούλακι καμία σχέση. Ήταν το μικρό το χαϊδεμένο όλων. Και ξεκινάνε πολλά γεγονότα πού δεν μπορώ να τα πω όλα, και γιατί είναι ατελείωτα, και γιατί με πονάνε που τα θυμάμαι, και γιατί δεν έχω δεύτερη ζωή να τα ζήσω ξανά! Και επίσης γιατί θα πιαστεί το χέρι μου στο γράψιμο. Ναι, γράφω πρώτα στο χαρτί και μετά τα περνάω στο laptop. Είμαι και λίγο άσχετη από τεχνολογία, όχι μόνο εγώ, γενικά το γένος μας. Η Λούλα για παράδειγμα την τηλεόραση σχεδόν ποτέ δεν ήξερε πως να την ανοίξει. Οικογένεια Αλμοδοβάρ σας λέω και με Όσκαρ παρακαλώ!
Ο μπαμπάς μου πού είχε παντρευτεί τη μαμά μου (πού ήταν αδελφή του Μανώλη και της Λούλας όπως είπαμε), ήταν μεγαλοδικηγόρος και μετά συμβολαιογράφος. Σαν δικηγόρος λοιπόν (δεξιός στα φρονήματα) έσωσε τον Μανώλη από βέβαιο θάνατο για τα δικά του φρονήματα, γιατί τότε αν ήσουν αριστερός σε έστελναν στο απόσπασμα. (Θυμάμαι μια φορά όταν ήταν φυλακή ακόμα στο σταθμό Λαρίσης, πήγα με τη μαμά μου στο επισκεπτήριο και του πήγα σοκολατάκια μαργαρίτες).
“Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.” Μανώλης Αναγνωστάκης
Μετά από αυτό ήρθε ο Μανώλης και έμεινε στο σπίτι μας, ένα προικώο τύπου μεζονέτα κάτω από την ακρόπολη πού είχε αγοράσει ο παππούς στη μαμά μου. Χρώμα κόκκινο παρακαλώ για να μην ξεχνάμε και τα φρονήματα μας. Εκεί μέσα λοιπόν μέναμε στον πάνω όροφο η «κόκκινη» μαμά μου η Μαρία, ο «μπλε» μπαμπάς μου ο Γιώργος, η αδελφή μου και εγώ. Και στο κάτω όροφο ο Μανώλης με τη νεκροκεφαλή του (σπούδαζε γιατρός ακτινολόγος) και με τα ποιήματα του. Η αλήθεια είναι ότι στο σπίτι μας και γενικά στην οικογένεια δεν ακούστηκε ποτέ καυγάς για την πολιτική. Μια φορά μόνο πού βρίσανε όλοι μαζί τη γιαγιά Βαγγέλα (είχε πεθάνει ο παππούς). Ο Μανώλης της έβαλες τις φωνές… ξέρετε τα συνηθισμένα: «Γαμώ το σπανάκι σου», «Γαμώ το φελέκι σου», και όλα αυτά γιατί πήγε η γιαγιά να προϋπαντήσει τον γέρο Παπανδρέου, ξέρω κι’ εγώ από πού στα κομμάτια ερχότανε, και έκανε τον πόδα της κομμάτια. Και να τα νοσοκομεία, και να οι λάμες, και να οι πατερίτσες.«Τι το ‘θελες μωρέ, κουζουλάθηκες;», της έλεγε η μάνα μου. «Σέρνει ο Γιάννης τον Καγιάνη» συμπλήρωνε ο Μανώλης (δηλαδή πάνε οι άλλοι πάς κι’ εσύ).
Βρε τον Μανωλάκη τον Αναγνωστάκη τον ποιητή, το γένος μου…. με το υπέροχο μολύβι του, το υπέροχο γράψιμο του, όλα κομμάτια της ζωής του……. και τα πιο πολλά αφιερωμένα στη Νόρα τη γυναίκα του, με τη στρογγυλή μονοκατοικία στη Μαγγουφάνα, και μετά στο σπίτι τους πού μοσχομύριζε πάντα νόστιμο φαγητό και γλυκά. Η καλύτερη μαγείρισσα η Νόρα. Ποιος είπε ότι δεν μπορείς να είσαι άνθρωπος της γραφής και τέλεια μαγείρισσα συγχρόνως; Αυτό ήταν η Νόρα. Θυμάμαι την ημέρα πού κρατήσανε στα χέρια τους τον Ανέστη στο «Έλενας», πέρναγε πάνω από τη γη ο Σπούτνικ, και μού λέει ο Μανώλης: «Σπούτνικ θα τον βγάλω». Τέτοια έλεγαν στη τρελή μου οικογένεια…
Είναι πολλά αυτά πού είδαν τα ματάκια μου, εμένα της τσίτας, της μαϊμούς. Τόσα πολλά πού τα έχω μπερδέψει. Από τη μία θυμάμαι στη χούντα πως δεν μας αφήνανε να θάψουμε τον παππού Ανέστη στη Θεσσαλονίκη, πού είχε πεθάνει από καρδιά, κι από την άλλη που κρύβαμε τον Μανώλη χωρίς κανένα λόγο γιατί δεν είχε πειράξει κανέναν. Μόνο και μόνο γιατί ήταν αριστερός. Θυμάμαι επίσης τον Μανώλη να τρέχει στο θέατρο να βλέπει επιθεωρήσεις, γιατί είχε μία πώρωση με τον Κούλη Στολίγκα! Έναν κωμικό που δεν έγινε ποτέ πρωταγωνιστής αλλά ο Μανώλης πέθαινε να τον βλέπει. Μην γελάτε, δεν είναι θέμα κουλτούρας κάτι τέτοια για τους ανθρώπους του πνεύματος. Είναι ελευθερία, είναι ξεκούραση…
Ο δεύτερος άντρας της Λούλας, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, αυτός ο υπέροχος πνευματικός άνθρωπος που μου έλεγε πάντα «μη λες πως είμαστε συγγενείς, οι συγγενείς σκοτώνονται»…… αυτός ο άνθρωπος με το θάνατο στα μάτια λοιπόν, αγόραζε από τα πανηγύρια ότι πιο χαζό και βλαχοηληθιο έβρισκε. Και τα καμάρωνε μετά πάνω στις εκπληκτικές αντίκες του που έφερνε η Λούλα από το Παρίσι. Άλλη από εκεί! Το τι τράβηξα θεέ μου με τα «τρία γουρουνάκια» ντε και καλά να τα μάθω…. «Δεν θέλω βρε Λουλάκι» να λέω εγώ, να πετάγεται η γιαγιά Βαγγέλα «θα σού παίξω καμία (θα σε χαστουκίσω)! Θείους θα τους λες, θείε Μανώλη και θεία Λούλα! Ακούς εκεί Λουλάκι!» Έξαλλη η Λούλα. «Τι λες καλέ μαμά; Άκου θεία, αυτό δεν θα γίνει ποτέ…. νέα κοπέλα που θα με πει θεία, ο θεός να μην το κάνει» (η κρητική διάλεκτος έδινε κι’ έπαιρνε. Με την Λούλα το συνεχίζουμε ακόμα). Όλοι ίδιοι είσαστε έλεγε η γιαγιά Βαγγέλα. «Σέρνει ο Γιάννης τον Καγιαννη….», θύμωνε και ο Μανώλης αλλά έλα πού όταν θύμωνε κεκεδιζε λιγάκι κι’ ώσπου να α-α-α-α-α-α-αρχιση να μιλάει, είχαν τελειώσει όλα!!!
———————————————————————
Θεσσαλονίκη. Τσιμισκή και Καρόλου Ντήλ. Αυτή τη φορά η αδελφή μου κι’ εγώ είχαμε εγκατασταθεί στο δωμάτιο της Λούλας. Μου άρεσε που πέφτανε από τις γρίλιες τα φώτα του δρόμου χρωματιστά, όπως επίσης μού άρεσε όταν έφευγα και πήγαινα στο γραφείο του Μανώλη και γράφαμε σε μαγνητόφωνο με μπομπίνες τότε, τα ποιήματα του. Εγώ έκανα εγώ την απαγγελία…. Όταν ζούσε υπήρχαν αυτές οι μπομπίνες, μετά όλα χάνονται. Μόνο τα γραφτά μένουν. Γι’ αυτό έμεινες κι’ εσύ Μανώλη μου. Τώρα εγώ η τσίτα σου, θα αποκαλύψω και κάτι πού ξέρω ότι δεν θα σε πειράξει γι’ αυτό και θα το πω. Πες τους σε παρακαλώ ότι ήσουν και εσύ ανορθόγραφος…
Τρία αδέρφια ήτανε, και τα τρία 3 πολύ αγαπημένα. Δεν ζούσε ο ένας χωρίς τον άλλον και η αλήθεια είναι πώς ούτε ο Μανώλης ούτε η Λούλα θα κάνανε όλα αυτά πού κάνανε αν δεν ήταν το τρελό το Μαριάκι, η τρελό- Μαρία, κατά τον Μανώλη. Η μαμά μου, που κατά τη γιαγιά Βαγγέλα έκανε όλο κουζουλάδες (τρέλες). Αυτή ήταν το μολύβι τους αυτή το χαρτί τους. Ότι ζητούσαν πριν το ζητήσουν, το είχαν από το Μαριάκι και είχαν ελεύθερο το μυαλό τους… Το Μαριάκι πού μέχρι και τον πατέρα μου χώρισε στα 70 για να είναι δίπλα στη γιαγιά Βαγγέλα και να έχουν την ησυχία τους. Πάντα στο πλευρό της οικογένειας.
Ο Μανώλης και η Λούλα. Αυτοί οι δύο ήταν τα πάντα για το Μαριάκι πού δεν άφησε τίποτα πίσω του- έτσι τουλάχιστον νομίζουν όλοι- γιατί αυτοί πού ξέρουν, βλέπουν σε κάθε ποίημα σε κάθε έργο το Μαριάκι να χαμογελάει και να κλείνει πονηρά το μάτι. Το Μαριάκι ήταν το πρώτο από τα τρία αδέλφια και άσχετο με το γράψιμο. Το μόνο πού έγραφε ήταν οι λύσεις στα σταυρόλεξα.
Αυτό το κενό της δεύτερης γενιάς ήρθα να το καλύψω εγώ με το Θανάση. Αλλού ο ένας, αλλού ο άλλος. Το «τσίτα» έγινε Εύη, με το επίθετο του μπαμπά μου, Δρούτσα το γένος Αναγνωστάκη… Κι’ ακούστε ιστορία. Όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος μου δίσκος σε μουσική του Αλέξη Παπαδημητρίου με την Αλέκα Κανελλίδου, κάθε βράδυ στα ραδιόφωνα υπήρχαν κάποιοι παθιασμένοι ακροατές πού ζητούσαν δύο συγκεκριμένα μου τραγούδια. Πέρασαν εβδομάδες και μετά από καιρό έμαθα ότι οι ένθερμοι ραδιοφωνικοί υποστηρικτές μου ήταν ο Μανώλης, η Λούλα και ο Γιώργος ο Χειμωνάς. Το γένος μου, η τρελή μου οικογένεια….
—————————————————-
Όλο μπρος πίσω σας πάω, αλλά τα γράφω έτσι όπως τα θυμάμαι. Θέλω να σας πω για το «κόκκινο» σπίτι με τον «μπλε» μπαμπά μου πάλι. Να σας πω πώς όταν έφυγε ο Μανώλης από τον κάτω όροφο, μας «κατσικώθηκε» η Λούλα (κι έτσι ερχόταν και πιο συχνά η γιαγιά Βαγγέλα από τη Θεσσαλονίκη για να βλέπει το Λουλάκι). Να σας πω επίσης πώς η Λούλα με τον μπαμπά μου ήταν κολλητάρια σε όλη τους τη ζωή. Ακόμα το λέει η Λούλα, χατίρι δεν τις χαλούσε. Νύφη έφυγε από το κόκκινο σπίτι. Την παραδώσαμε όλη η τρελή οικογένεια στο Μηνά Χρηστίδη… Τί γάμος κι’ αυτός!!! Ντύθηκε η Λούλα με ένα φόρεμα κρεμ με φουρό χωρίς πολλά- πολλά, έβαλε και το μαύρο γυαλί (πάντα σε σχήμα πεταλούδας) και στο σαλόνι δίπλα ακριβώς από το δωμάτιο της, παρακολουθούσαν ο Μανώλης, η γυναίκα του η Νόρα, η μαμά, ο μπαμπάς και η γιαγιά. Μου λέει η Νόρα, μού βάζεις ένα λικεράκι; Ανοίγω το μπαράκι, παίρνω το ποτηράκι, βάζω το πορτοκαλί λικεράκι, αλλά έλα που έχει τρύπα το ποτηράκι και γίνεται το ωραίο μου φουστανάκι… με πορτοκαλί λεκέδες!! Κλάμαααααα
“Πιστεύω ότι όλες οι πληγές του παρελθόντος πέρασαν. Αυτό που δεν θα περάσει είναι αυτό που γίνεται με το Μνημόνιο.” Λούλα Αναγνωστάκη
Μέχρι σήμερα θυμάμαι έντονα να πηγαίνουμε τη Λούλα νύφη στην αγία Φιλοθέη με το ανοιχτό Opel του μπαμπά. Στο δρόμο μετά κόβαμε πικροδάφνες για να τις πετάξουμε στη νύφη χωρίς να σκεφτούμε ότι με πικροδάφνη πώς μπορεί να είναι ένας γάμος γλυκός και να στεριώσει; Δεν στέριωσε. Μετά ακολούθησε ο δεύτερος γάμος της Λούλας με το Γιώργο Χειμωνά, όπου γεννιέται και ο γιός ο Θανάσης. Έτσι τα ξαδέλφια γίναμε τέσσερα. Εγώ, η αδελφή μου, ο γιος του Μανώλη ο Ανέστης και ο Θανάσης της Λούλας. Το γένος μου… η τρελή μου οικογένεια! Το γένος μας! Και μετά μόνο βιβλία και έργα… «Ο δικός μας ο δρόμος». Το γένος Αναγωστάκη
Μιλώ για τα λουλούδια πού μαραθήκανε
Στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
φτάνει πια πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά
Η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ
Λουλάκι είσαι εδώωωωωω; Έχω κι’ άλλα πολλά, δεν θα ‘θελα να τελειώσω ποτέ, αλλά δεν γίνεται.
- Ναι γιαγιά Βαγγέλα, σέρνει ο Γιάννης τον Καγιάνη….
- Εγώ γέννησα τη Μαργαρίτα
- Η Μαργαρίτα τη Σεσίλια
Είναι πολύ φίλες η Λούλα και η Σεσίλια. Λατρεύονται. Και η Σεσίλια, δύο χρόνων, τη Λούλα τη φωνάζει Λούλα. Πώς θες να την πει, γιαγιά; Ο θεός να μην το κάμει!
Εύη Δρούτσα
Σπάνια φωτογραφία με τον Μανώλη και την Λούλα από κάποιο πάρτι.
Η μαμά μου Μαρία, αδελφή της Λούλας και του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Η γιαγιά Βαγγέλα
nikosonline.gr
Αφήστε μια απάντηση