
Θέλω να φλυαρήσω αλλά οικοδομημένα, σε μιαν αυθαίρετη- αν θέλετε- διαδρομή συλλογισμών και συμπερασμάτων, όπου οι λέξεις που θα μεταχειριστώ θα μιλάν για τις λέξεις που δεν τολμώ να μεταχειριστώ και που, τέλος, δεν πρόκειται να ολοκληρώσουν ένα θέμα, ένα κείμενο, που να φωτίσει εσάς που θα με διαβάσετε περισσότερο απ’ όσους δεν θα με διαβάσουν.
Τότε θα πείτε γιατί γράφω. Γιατί είναι πειρασμός ν’ αποφασίσεις να μιλήσεις χωρίς να ‘χεις να πεις κάτι σοφό ή διαφωτιστικό ή κάτι τέλος πάντων που να σου καίει τα σωθικά και να πρέπει με κάθε τρόπο να ειπωθεί στους άλλους. Και, τέλος, γιατί μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις που ξαπλώνουν με ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά συνταιριασμένους γι αυτές.
Εδώ πρέπει ν’ αποκαλύψω πως όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ ‘ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενάργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου. Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι αυτήν που θα ταιριάξει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν’ αργοκυλά στον νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη, όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή μένει γυμνή, έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεβάτι των «πέντε γραμμών» για να την κάνει δική του ο μουσικός.
Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της. Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οδείλει να περάσει μεσ’ απ΄την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση- που σημαίνει να ξαναβρεί αυτήν την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν’ αποκαλυφθεί καινούρια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούριες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί- ο Ζενέ λέει- δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία απ’ την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιο άχρηστο κι οδυνηρό για μια καινούρια της παρουσία απ’ την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η Μουσική τη δέχεται για σύντροφο παντοτινό.
Η λέξη, είπαμε, πριν συζευχθεί τον ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και φωνηέντων. Όμως σαν φράση- στίχος, σαν μια γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον ερωτερικό ρυθμό της και οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπόψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιαν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία.
Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη αντίθεση λέξης και στίχου στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να ξαναρυθμισεί απ’ τα «έξ’ ων συνετέθη», ή φράση, στίχος διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μιαν αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή. Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μιαν ειδική αλλά πέρα για πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι…
…Λέξεις. Που δεν εννοούν να λιποθυμήσουν και μας κρατάνε ξάγρυπνους μέσα στο άγχος των καιρών. Βλέπετε, τα προβλήματα θέλουν άλλες διαδικασίες. Γι αυτά δεν υπάρχει Μουσική ούτε μελωδικοί σχηματισμοί για να τ’ αρπάξει. Όλες οι λέξεις δεν λιποθυμούν. Πολλές αντιστέκονται και τυρρανούν. Κι αυτή η τυραννία δεν είναι των ασεβών, αλλά των γνήσιων δημιουργών.
Αυτά για τις λέξεις και για τις ιδιότυπες «ερωτικές» συνήθειές τους. Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν. Ίσως ξαναμιλήσουμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι, προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσω ένα φεγγάρι.
Απόσπασμα από κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι στο περιοδικό «Το Τέταρτο», Ιανουάριος 1986
Αφήστε μια απάντηση