Επιμέλεια: Παναγιώτης Ντάνης
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας.
Από τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στην Καισαριανή. Στην Καισαριανή και στο παρακείμενο Παγκράτι έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στα μετακατοχικά χρόνια άρχισε να μαθαίνει γαλλικά με την ελπίδα ότι, όπως αρκετοί άλλοι διανοούμενοι της αριστεράς θα αποσπούσε υποτροφία και θα κατόρθωνε να φύγει στο Παρίσι.
Το 1951 πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις εισαγωγής υπαλλήλων στον ΟΤΕ αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω φρονημάτων. Το 1952 έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην Πάντειο, μη μπορώντας όμως, λόγω της οικονομικής του κατάστασης, να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δύο πρώτα χρόνια.
Οι διώξεις για τον Μάριο Χάκκα αρχίζουν ουσιαστικά το 1954, όταν δικάστηκε βάσει του νόμου 509 με την κατηγορία της συμμετοχής σε οργανώσεις «ανατρεπτικού χαρακτήρα». Έτσι αναγκάστηκε να διακόψει οριστικά τις σπουδές του, καθώς καταδικάστηκε σε 4 χρόνια φυλάκισης, ποινή την οποία εξέτισε στο σύνολο της, κυρίως στις φυλακές της Καλαμάτας και της Αίγινας. Αποφυλακίστηκε το 1958 και παρουσιάστηκε στο στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του.
Παντρεύτηκε την καισαριανιώτισσα Μαρία Κουζινοπούλου, σε ορισμένα μάλιστα μεταγενέστερα πεζά του περιγράφει γλαφυρά και με πικρό χιούμορ τα πρώτα συζυγικά του χρόνια, με τις στερήσεις που επέβαλε η εποχή.
Από το 1965 ως τον πρόωρο θάνατό του ο Μάριος Χάκκας είχε μια έντονη παρουσία στα γράμματα με δημοσιεύσεις σε περιοδικά (Επιθεώρηση Τέχνης) και με την αυτοέκδοση τόσο του 1ου βιβλίου του, της συλλογής ποιημάτων «Όμορφο Καλοκαίρι» (1965) όσο και των διηγημάτων του «Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1966)
Πέθανε το 1972, στα 41 του χρόνια. Έζησε, έγραψε και πέθανε χωρίς να προδώσει τις αναφορές του.
ΕργογραφίαΜαριουΧάκκα
Όμορφο καλοκαίρι, ποιήματα 1965- Τυφεκιοφόρος του εχθρού, διηγήματα 1966- Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες Κέδρος 1970 – Ενοχή, τρία μονόπρακτα Κέδρος 1971- Το κοινόβιο Κέδρος 1972 -Άπαντα Κέδρος 1978
Τρία τριαντάφυλλα κόκκινα
Διήγημα από το βιβλίο του Μάριου Χάκκα.
«Ο ΜΠΙΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ με πένθιμα χρώματα: Μοβ γιασεμιά, λευκές τουλίπες και μαύρα γαρίφαλα. Τα κοτσάνια τους τρίξανε ένα κρότο ξηρό καθώς δενότανε σφιχτά με τον σπάγκο.! Και όπως τα κράτησε σε μια έννοια λοξή με το μαύρο φουστάνι της φόντο, χωρίς μια κάποια ιδέα κάμψης λίγο πιο κάτω από τ’ άνθη, εκεί που συνήθως το βάρος τους ζωγραφίζει μόλις, ανεπαίσθητα, μιαν ανθρώπινη θλίψη, έτσι όπως στέκαν ακίνητα,μοιάζαν ταριχευμένα πουλάκια σε βιτρίνα κουρείου.
Η μαυροντυμένη γυναίκα ρώτησε με φωνή όλο τρέμουλο: «Μήπως ξεβάφουνε;» «Τα δικά μας χρώματα, όχι» είπε βιαστικά για να ξεμπερδεύει ο υπάλληλος.
«Μπορεί βέβαια να σκονίζονται εύκολα αλλά εσείς οι γυναίκες ξέρετε πια, λίγο απορρυπαντικό και είναι πάλι φρεσκότατα μέσα στο βάζο σας.»
«Δεν τα θέλω για το σπίτι» είπε μ’ ένα συγκρατημένο λυγμό η γυναίκα. «Είναι για τον τάφο του γιου μου». Φαινόταν πως ήταν έτοιμη να ξεσπάσει μέσα στο μαγαζί σε ασυγκράτητο κλάμα, κι ήταν όλα τριγύρω ένα πένθος,το μαύρο φουστάνι, τα λουλούδια καθώς τα κρατούσε λοξά κι η φωνή της λυγμική και μονότονη.
«Ελάτε ..ελάτε», είπε ο υπάλληλος, «όλος ο κόσμος μια μέρα θα φύγει.» Ήτανε συνήθως ψύχραιμος, και δεν παρασυρότανε εύκολα, τόσο που μπορούσε να παρακολουθήσει κηδεία γνωστού του και να παραμείνει ασυγκίνητος. Μόνο μέσα στο νεκροταφείο να μην έπαιρνε το μάτι του κανένα σταυρό, να μην έπεφτε το μάτι του σε καμιά μικρή ηλικία. Τότε έσπαζε.
«Ελάτε… ελάτε», έλεγε και ξανάλεγε θέλοντας να ξεφύγει απ’ το νούμερο, μήπως κι η γυναίκα ξεφούρνιζε αυτή τη μικρή λεπτομέρεια, και τότε δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει το ξέσπασμα. «Όλοι μια μέρα θα φύγουμε.» «Κι ο άντρας μου έφυγε πριν από χρόνια, όμως μου άφησε αυτό το παιδί. Τώρα είμαι μόνη, κατάμονη», είπε με μονότονη αργή φωνή η γυναίκα. «Ήταν δεκαοχτώ χρονώ», μόλις ψιθύρισε.
Τώρα κλαίγαν και οι δύο. Μέσα σ’ ένα κατάστημα, δύο άγνωστοι, ένας πωλητής, μία πελάτισσα, ανάμεσα τους αυτά τα’ άχαρα άνθη, ξεπερνώντας μια κοινότατη και καθημερινή σχέση, έφτασαν σε κάποια εσωτερική επαφή.
“Η ζωή συνεχίζεται», είπε ο υπάλληλος. «Τι να κάνουμε; Μην το σκεφτόμαστε πια. Τι να κάνουμε; Μην κλαίτε πια άλλο. Η ζωή συνεχίζεται…», και μην έχοντας πρόχειρο άλλο παράδειγμα έδειξε τ’ άνθη. «Η ζωή συνεχίζεται μες στα λουλούδια.»
Είδε ξανά εκείνο το μπουκέτο με τα πένθιμα χρώματα, χελιδονιών παγωμένες κοιλιές, βαλσαμωμένα κοτσύφια, άψυχα, κρατημένα λοξά με φόντο το κατάμαυρο φόρεμα και σκέφτηκε πόσο αταίριαστο ήταν αυτό το εμπόρευμα, χωρίς κόμπο δροσιάς, πόσο ψεύτικο ήταν σαν σύμβολο κάποιας συνέχειας.
«Ναι», είπε η γυναίκα σαν να κατάλαβε, «η συνέχεια ακόμα και μέσα σ’ αυτά τα λουλούδια», διαλέγοντας με σίγουρο χέρι απ’ το ράφι τρία τριαντάφυλλα κόκκινα.
«Δεν ταιριάζουν τα κόκκινα τριαντάφυλλα για το μπουκέτο σας.» «Είναι για το βάζο στο σπίτι», είπε εκείνη με φωνή καθαρή, ενώ μια υποψία χαμόγελου ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο.
Κι όπως ο υπάλληλος έδενε αυτά τα τρία τριαντάφυλλα, ένιωσε το σπάγκο να χαράζει τα τρυφερά τους κοτσάνια, να χώνεται σαν σε μαλακιά ψίχα, οι βέργες πολυαιθυλενίου να γίνονται χόρτο στα χέρια του, στα δάχτυλα του να κολαει κάτι σαν χυμός ζωής. Κι είδε ακόμα αυτά τα τρία πλαστικά τριαντάφυλλα να γέρνουν για μια στιγμή εκεί στην κορφή μια ιδέα, να κάμπτονται λίγο κάτω από τα άνθη, αποκτώντας μια παράξενη χάρη, ανεπαίσθητα ζωγραφίζοντας στη ζωή μια συνέχεια.
Ο θείος μου Μάριος Χάκκας/
Πέντε στιγμές
Γράφει για «το σπίρτο» ο Γιώργος Σπ. Χάκκας
Αύγουστος 1969.
Ο θείος Μάριος και η θεία Μαρίκα, με παίρνουν μαζίτους για διακοπές στο Αυλάκι Αττικής. Εγώ, παιδί τουχωριού, εννιά χρονών και πρώτη φορά μακριά από τουςγονείς μου, δυσκολεύομαι. Καθημερινά πρωινά μπάνιαμε τη θεία μου, ο θείος δεν μας ακολουθεί, τον θυμάμαισ΄ένα τραπέζι στην αυλή, με τις πιζάμες και μια ρόμπαστην πλάτη, να γράφει. Είχε προσβληθεί ήδη από τηναρρώστια και έμενε αρκετές ώρες ξαπλωμένος.
Ιούλιος 1972.
Δεν με πήραν στην κηδεία. Τους ένοιωθα όλους τόσοθλιμμένους που είχα παραλύσει μόνος μου στο σπίτι.Μετά, άκουσα κάποιον να λέει οτι το νεκροταφείοήταν γεμάτο χαφιέδες. Ρώτησα τον πατέρα μου τισημαίνει η λέξη.
Σεπτέμβριος 1983.
Η Δέσποινα Καρβέλα σκηνοθετεί για λογαριασμό τηςδημόσιας τηλεόρασης ένα αφιέρωμα στον Μάριο Χάκκα.Μου προτείνει να διαβάσω κάποια αποσπάσματα, εγώγια κάποιο ανεξήγητο λόγο αρνούμαι προσποιούμενοςτην κακή μου άρθρωση, εκείνη επιμένει, στο τέλοςμου προτείνει να περπατάω απλώς στον Αη Γιώργητον Κουταλά – της θύμιζα τη φιγούρα του Μάριου πουέγραφε εκεί τα τελευταία του – και να με παίρνει απόμακριά η κάμερα. Δεν το έκανα.
Μάιος 2004.
Αφιέρωμα του Δήμου Καισαριανής στον Μάριο. Ηκαλύτερη ατάκα της βραδιάς ανήκει στον συγγραφέακαι φίλο του θείου, Μήτσο Κασόλα: «Α, ρε Μάριε, ότανθα συναντηθούμε στον άλλο κόσμο, εμείς θα είμαστεπαππούδες και σύ, παλικαράκι 41 χρονών θα μαςκάνεις πλάκα…»
Δεκέμβριος 2011.
Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο της μητέραςμου, επισκέπτομαι συχνότερα το νεκροταφείο τηςΚαισαριανής. Στον τάφο του Μάριου δεν χρειάζεταινα βάζω λουλούδια. Εχει, σχεδόν πάντα, φρέσκαλευκά κρίνα.
Αφήστε μια απάντηση