
Γράφει ο Μνήμων
Οι νέοι δεν ξέρουν τίποτε γι’ αυτό. Και οι παλιότεροι πρέπει να προσπαθήσουν για να το θυμηθούν. Όταν όμως συμβεί αυτό, τότε σίγουρα θα το νοσταλγήσουν.
Στη φωτογραφία διακρίνονται οι: Σπύρος Καραχρήστος, ο αείμνηστος Βασίλης Λάμπρου, ο αείμνηστος Ηρακλης Αρχοντης και με την πλάτη γυρισμένη στο φωτογραφικό φακό ο Βασίλης Χαραυγής.
Και μαζί του θα νοσταλγήσουν μια εποχή …καλύτερη χειρότερη, δεν ξέρω, πάντως μια εποχή ανεπανάληπτη.
Δεν ξέρω αν ο χρόνος εξωραΐζει και εξιδανικεύει εικόνες και καταστάσεις.. Αν κρύβει τα ελαττώματα και την ασχήμια, αν καλύπτει και φτιασιδώνει τις ρυτίδες. Αλλά ούτε και με ενδιαφέρει να ανακαλύψω τί κρύβεται κάτω από το φτιασίδωμα. Αφού η τότε πραγματικότητα μου εμφανίζεται φρέσκια και όμορφη, ποιός ο λόγος να χαλάσω τη νοσταλγική απόλαυση της αναπόλησής της;
«Ολυμπίκ Μπαρ» λοιπόν. Και ο Γρηγόρης Ρίζος, μαζί με την Ελένη του, η ψυχή και η καρδιά του. Κατ’ εξοχήν ανήσυχος και δημιουργικός άνθρωπος ο Γρηγόρης, έψαξε κι έφτιαξε κάτι το καινούργιο στα μαγαζιά που περιέβαλλαν την χωματόστρωτη τότε -αλλά ίσως καθαρότερη από σήμερα- πλατεία μας. Ένα χώρο που δεν ήταν ούτε αμιγώς καφενείο αλλά ούτε και αμιγώς μπαρ, ούτε και μόνον ουζερί, που ήταν ταυτόχρονα όλα αυτά, αλλά κυρίως κάτι μοναδικό.
Στον παραδοσιακό ελληνικό καφέ, στα κλασικά αναψυκτικά και στο «υποβρύχιο, προστέθηκε μια πρωτόγνωρη-για τότε- ποικιλία μεζέδων που συνόδευαν το ούζο ή τη μπύρα, με πρωταγωνιστικό ρόλο στα περίφημα κεφτεδάκια που έβαζαν σε συνεχή πειρασμό όσους τύχαινε να βρεθούν στη μέσα μεριά του ψυγείου, μια φορά δε και την ίδια τη …σωματική ακεραιότητα του πάντοτε γελαστού Γρηγόρη ( γελώντας ακόμη, θυμάμαι όταν, φίλος και πιστός θαμώνας, σηκώθηκε απότομα από το ψυγείο όπου είχε σκύψει να τσιμπολογήσει ένα κεφτεδάκι, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να χτυπήσει βίαια το σαγόνι του Γρηγόρη, που επίσης έσκυβε εκείνη τη στιγμή για να βγάλει μεζεδάκια για ένα ούζο. Και τότε ο Γρηγόρης αναφώνησε: «Ρε Λ….., θα σκοτωθούμε για μια κεφτέδα;»)
Ταυτόχρονα εμφανίστηκε το πρώτο σουβλάκι στην πλατεία. Και σουβλάκι όχι ό,τι κι ό,τι. Μοσχάρι εκλεκτό, χωρίς λίπος, κομμένο σχολαστικά και περασμένο στο καλαμάκι σε άψογα κυβάκια.
Το μεγάλο σουξέ όμως του «Ολυμπίκ Μπαρ» ήταν το τζουκ-μπόξ του, με συλλογή δίσκων που ξεχώριζαν από όλους τους άλλους. Χάρη στην κουνιάδα του Βασιλική, που ζούσε στην Ιταλία παντρεμένη με τον αξέχαστο Τζιοβάνι, η συλλογή των δίσκων ενημερωνόταν κάθε Πάσχα και καλοκαίρι, που ανελλιπώς έρχονταν στη Μακρακώμη, με τις τελευταίες ιταλικές επιτυχίες. Χάρη σε αυτό το τζουκ –μπόξ , ο υπογράφων, κάθε φορά που ακούγεται σε δημόσιο χώρο π.χ το περίφημο « Cuore matto», λέει– με αέρα μεγάλου γνώστη της μουσικής- στην παρέα του:«Πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο 1967 !». Κάθε φορά βέβαια εύχομαι να μη με ρωτήσουν ποιά ήταν τα πρώτα βραβεία πχ του 1966 ή του 1968.
Να θυμίσω στους παλιότερους και να γνωρίσω στους νεώτερους ότι την εποχή εκείνη το Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο ήταν από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως μουσικά γεγονότα και τα τραγούδια που βραβεύονταν εκεί γίνονταν μεγάλες επιτυχίες…αυτά όμως πριν μας κατακλύσουν οι διάφορες αμερικανιές.
Δεν ήταν βέβαια μόνο αυτή η πηγή ανανέωσης της συλλογής των δίσκων. Φίλοι και τακτικοί του θαμώνες, ποτισμένοι με τον πολιτιστικό – και όχι μόνο – ενθουσιασμό της δεκαετίας του ’60, υποδείκνυαν στον Γρηγόρη – και εκείνος πρόσθετε στη συλλογή – τις τελευταίες, κάθε φορά, μελωδίες του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου…(Τα ίδια τραγούδια, οι ίδιες ανεπανάληπτες μελωδίες, αυτοί οι ίδιοι θαμώνες του «Ολυμπίκ Μπαρ» φρόντιζαν να ακούγονται και στο θερινό σινεμά του Παπανικολάου και να πλημμυρίζουν το δρόμο, ανακατεμένα με τις μυρωδιές από το αγιόκλημα, με το αυγουστιάτικο φεγγαρόφωτο και με τα σκιρτήματα της νιότης…)
Μιλώ και ξαναμιλώ για τους φίλους και θαμώνες του «Ολυμπίκ Μπαρ», επειδή δεν ήταν απλοί πελάτες αλλά αναπόσπαστο κομμάτι του. Να το πω κι αλλιώς. Δεν ξέρω τι θα ήταν, αν θα υπήρχε το «Ολυμπίκ Μπαρ» χωρίς τους θαμώνες του, αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία θαμώνων, αλλά και χωρίς τη συγκεκριμένη εποχή. Θα μπορούσα –ίσως και θα όφειλα – να αναφέρω ονόματα, πολλά ονόματα, παρόντων και απόντων. Καθώς και πολλά συγκεκριμένα περιστατικά, κάποια από τα οποία έχουν και φωτογραφικά αποτυπωθεί. Όπως το να παίζουν χαρτιά με γάντια, ή φορτωμένοι με τα αστέρια στρατιωτικής στολής. Θα ξεχνούσα όμως, σίγουρα, αρκετούς και αρκετά. Ίσως το κάνω άλλη φορά. Ακόμη, μπορεί και κάποιος άλλος αναγνώστης να θελήσει να προσθέσει τις δικές του μνήμες και αναπολήσεις. Είμαι βέβαιος ότι «το σπίρτο» θα καλωσορίσει κάθε τέτοια διάθεση.
Κάποια στιγμή, αρχές της δεκαετίας του ’70 το «Ολυμπίκ Μπαρ» έκλεισε. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι αυτό έγινε επειδή ο Γρηγόρης αποφάσισε να φύγει και να εργαστεί στην Αμερική.
Πιθανότατα αυτή είναι η εμφανής αιτία.
Εγώ όμως πιστεύω ότι ήταν και μια άλλη, ίσως σημαντικότερη.
Το τέλος εποχής.
Το «Ολυμπίκ Μπαρ» έκλεισε μαζί με την εποχή του.
Αφήστε μια απάντηση