
Η πολιτισμική υστέρηση δεν είναι φαινόμενο σημερινό. Ούτε μόνο ελληνικό.
Η πολιτισμική υστέρηση, λοιπόν, δεν είναι φαινόμενο σημερινό. Ούτε και αποκλειστικά ελληνικό. Μπορεί η δική μας ιστορία να είναι γεμάτη από εθνικές καταστροφές που εδράστηκαν σε αυτήν, το διαβατήριό της όμως ήταν και είναι διεθνές. Απόδειξη, το οδυνηρό παρελθόν της ηπείρου μας, αλλά και η επικαιρότητά της: το φούντωμα του ρατσισμού στην κεντρική Ευρώπη, η επιρροή της Λεπέν στη Γαλλία του Διαφωτισμού, η ισχύς των Πέπε Γκρίλο και Μπερλουσκόνι στην Ιταλία της αισθητικής και του γούστου. Με άλλα λόγια, αρκετά με τις υποκριτικές μάχες περί την κομματική «πατρότητα» του ιδεολογικοπολιτικού κιτς! Στοπ και στον ελιτίστικο αυτό-οικτιρμό για τον «οριζόντιο» λαϊκισμό μας! Όχι, όμως, και στην ανέξοδη ελεεινολογία που αύριο θα γίνει φλερτ προς τους «κακούς εαυτούς» μας που δίνουν, συνήθως, και τις εκλογικές νίκες! Είναι ο καιρός των παραδοχών…
Οι εθνικοί μύθοι, τα ζωτικά ψεύδη και η κατά καιρούς επικράτηση του εύηχου θυμικού σε βάρος του άκαμπτου ορθολογισμού, συνοδεύουν -σε διαφορετικές ποσότητες και ποιότητες, είναι αλήθεια- όλες τις κοινωνίες. Πολύ περισσότερο την ελληνική, αυτήν που, μέσα από αλλεπάλληλες περιπέτειες, επιστράτευσε, συχνά, όλα τούτα ως υλικά για την συντήρησή της. Από την πλευρά της, η Πολιτική ανέκαθεν ζύγιζε το δικό της πρόταγμα για το αύριο πάνω στο θολό αίτημα του λαού για το σήμερα, υποκύπτοντας στο δεύτερο. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα των πολέμων και των ξένων επεμβάσεων, των εμφυλίων και των δικτατοριών, των κομματαρχών και των δελφίνων. Ενώπιον του καθρέφτη της ειλικρίνειας, λοιπόν, ας τολμήσουμε να εντοπίσουμε και στο δικό μας πρόσωπο εκείνες της ρυτίδες εθνικολαϊκισμού που τόσο εύκολα σχολιάζουμε, τώρα, στους πρωταγωνιστές του συλλαλητηρίου.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την πρόοδο από την υπέρβασή μιας δομικής αδυναμίας μέσω της Παιδείας και της αλλαγής συμπεριφορών. Και αν η πρώτη απαιτεί συνεπές σχέδιο και γενεές ολόκληρες για να φέρει αποτέλεσμα, η μεταβολή της καθημερινής κουλτούρας προϋποθέτει θεσμούς και παραδειγματικά πρότυπα που εμπνέουν και παρασύρουν θετικά τις κοινωνίες. Μόνο έτσι οι παθογένειες σιωπούν, αδρανοποιούνται και, σταδιακά, γίνονται λίπασμα στο υπέδαφος της εξέλιξης. Αρκεί να υπάρχει, βέβαια, εμπιστοσύνη μεταξύ κορυφής και βάσης και αμοιβαία αναγνώριση των πεδίων δράσης και του ρόλου κάθε πλευράς. Διαφορετικά, κάθε «προοδευτικό» βήμα μπορεί να σημάνει οπισθοδρόμηση και κάθε σχετικό εγχείρημα να αποβεί ολέθρια εγχείρηση που επιμολύνει το τραύμα. Αυτό συνέβη και με το Σκοπιανό.
Η κυβέρνηση έσφαλε γιατί αντιμετώπισε το θέμα ως ελιγμό κατά των αντιπάλων της, ενώ πρόκειται για ζήτημα σύνθετο και για αρκετούς (αλλοίμονο) με υπαρξιακές διαστάσεις. Μεταφέροντας αιφνιδίως και χωρίς διαβούλευση την διπλωματία στο γήπεδο του καθημερινού διαξιφισμού, εξέτρεψε τη ροή των δικών της ευθυνών στην ατίθαση κοίτη των επιχειρημάτων του κάθε πολίτη. Με τρόπο κυνικό απαίτησε, μετά, την έγκριση του τελευταίου, ενώ επί τριετία ψεύδεται ασύστολα ενώπιόν του. Και τον λοιδόρησε, στο τέλος, όταν διαπίστωσε πως δεν την ακολουθεί. Ταυτόχρονα, όμως, πλήγωσε κι ολόκληρη τη χώρα με κάτι που έως χθες έμοιαζε απίθανο, αλλά σήμερα προβάλλει απειλητικό για το μέλλον: Ξαναγύρισε στο ξεχασμένο 1992, ένα κομμάτι της κοινωνίας που -με τρόπο άρρητο, αλλά φυσικό- είχε ήδη αποδεχθεί τα δεδομένα του 2008! Και ξαναζωντάνεψε παθογένειες που -με τρόπο υπόγειο, αλλά γόνιμο- η ίδια η ζωή θεράπευε, σταδιακά. Συμπέρασμα: Ο ΣΥΡΙΖΑ απεδείχθη μικρός απέναντι στα μεγάλα! Ακριβώς γιατί αγνόησε και αγνοεί τόσο το δικό του πολιτικό μέγεθος, όσο και εκείνο των αληθινών προβλημάτων.
*Ο Γιάννης Βλαστάρης είναι δημοσιογράφος και σχολιαστής. Υπηρέτησε από διευθυντικές θέσεις στα μεγαλύτερα Μ.Μ.Ε της χώρας και τελευταίο έργο του είναι το βιβλίο «Λεξικό Χωρίς Γραβάτα»
Αφήστε μια απάντηση