
91 χρόνια από τη γέννηση του Τσε Γκεβάρα…
Η μαύρη σου φιγούρα σε κόκκινο, κατακόκκινο της φωτιάς, φόντο. Εσύ με τα γένια και το μπερέ με εκείνο το κόκκινο αστέρι. Εκεί πάνω από το κούτελο, στο κέντρο της λογικής για τους παλιότερους, στο κέντρο της ψυχής για τους πιο καινούργιους, στο κέντρο του ανθρώπου για σένα.
Στο υπερυψωμένο ισόγειο της οδού Αιγίνης στην Κυψέλη. Θυμάσαι; Φάτσα στο δρόμο, να σε βλέπουν όσοι περνούσαν απ’ όξω και να τους κοιτάς στα μάτια. Και να αναρωτιούνται πώς γίνεται να ζεις εσύ κι ο φίλος μας ο Μόρισον σ’ ένα σπίτι…
Από τότε καλέ μου φίλε πέρασαν πολλά χρόνια ξέρεις.
Δεν ξέρω αν τα έμαθες όλα τα νέα, μα αλλάξανε πολλά.
Η γραφειοκρατία που θυμάσαι εκεί στα ανατολικά πάει πέρασε… Πέρασε και στη θέση της ήρθε ετούτη σούπα που κάποιοι το λένε και Δημοκρατία. Μη γελάς… Το έλεγες τότε από το κάδρο σου πως θάρθει η ώρα που θα σε θυμηθούμε. Σε θυμηθήκαμε αλλά πέρασαν από τότε πολλά χρόνια… Και με τα χρόνια ξέρεις περάσαμε κι εμείς.
Γιατί δηλαδή, αν είχες μείνει, εσύ πώς θα ήσουνα; Το φαντάζεσαι; Εσύ σήμερα, δεν θα ήσουνα αν ζούσες ακόμα, 91 χρονών; Με φαλάκρα, πεσμένα δόντια αραιά άσπρα γένια, αδύναμη καρδιά, κοιλιές και εγγόνια να τους λες παραμύθια με όπλα και σπαθιά; Έτσι δεν θα ήσουνα;
Σταμάτα λοιπόν να με κοιτάς, να μας κοιτάς στα μάτια, από την αιωνιότητα των 40 χρόνων σου. Είμαστε πια μεγαλύτεροι κι από δαύτη την αιωνιότητα σου… και σου λέμε «φτάνει».
Ξέρεις εμείς μεγαλώσαμε με εσένα στο νου. Κι η ψυχή μας γέμισε νωρίς με σένα. Εσένα, μας είχαν βάλει κάτω και σε τραβούσαν. Σε βγάλανε και μαζί σου βγάλανε και την καρδιά μας. Ναι ρε γαμώτο…
Μας ξερίζωσαν μαζί με σένα από τις σάρκες μας. Μας έκαναν να σε βάλουμε φωτογραφία στις κωλότσεπες και να σε δείχνουμε στις κόρες και τους γιους μας κι αυτοί να γελούν γιατί είσαι αλλιώτικος. Κι έζησες αλλιώτικος. Κι έφυγες αλλιώτικος.
Σε θυμάμαι λοιπόν εκεί στο κάδρο σου, μαύρο μέσα σε κόκκινο φόντο, κι ο Μάνος να τραγουδά για σένα, κι εμείς με τα χακί μπουφάν και τα μοντγκόμερι πεταμένα στην μόνη πολυθρόνα του διαδρόμου να ψιθυρίζουμε… θυμάσαι;
«Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα…»
Έφυγες νωρίς ρε φίλε…
Έφυγες προτού σε μάθουμε, έφυγες χωρίς να μπορέσεις να τ’ αλλάξεις όλα, έφυγες και δεν μπόρεσες να μας μάθεις να αλλάζουμε κι εμείς κι ο κόσμος, έφυγες χωρίς να μας μάθεις την αξία του να πεθαίνεις για τη ζωή…
Δεν ξέρω, αν ζεις κάπου σε κάποιον ουρανό, δεν ξέρω, μα στα όνειρα μου εκεί στο δυαράκι της Κυψέλης, εσύ με το μπερέ και τ’ άστρο, μαύρος σε κόκκινο φόντο επιστρέφεις. Φοβάμαι ή χαμογελώ σαν σε συναντώ στον ύπνο μου δεν ξέρω, μα να ‘ρχεσαι ρε Ερνέστο, να ‘ρχεσαι..
Να έρχεσαι μπας και τα όνειρα ποτέ πάρουν εκδίκηση, ακόμα κι από μας που τα βλέπουμε…
Λοιπόν… Κομαντάντε Τσε ήρθε η ώρα… Σε χαιρετώ στο κάδρο εκείνου του φοιτητικού δωματίου πριν από 35 χρόνια.
Σιωπώ… Σήμερα καταπώς σε τιμούν, νόμιμα και καθώς πρέπει κάποιοι για τα 91α γενέθλια σου, σιωπώ. Έτσι δε σε ξέρω. Ούτε και συ εξάλλου θα με γνώριζες…
stonisi.gr
Αφήστε μια απάντηση